κατασιωπηθείσας

κατασιωπηθείσας
κατασιωπηθείσᾱς , κατασιωπάω
keep silence
aor part pass fem acc pl (attic ionic)
κατασιωπηθείσᾱς , κατασιωπάω
keep silence
aor part pass fem gen sg (attic doric ionic aeolic)
κατασιωπηθείσᾱς , κατασιωπάω
keep silence
aor part pass fem acc pl (attic ionic)
κατασιωπηθείσᾱς , κατασιωπάω
keep silence
aor part pass fem gen sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”